Ένα χέρι που ψάχνει το δικό σου
και μια αγκαλιά που έμεινε κενή
Ένα φιλί που κόπηκε στη μέση
και μια καρδιά που έμεινε μισή
Ακόμα η ανάσα σου με καίει
Και η ψυχή μου λαβωμένη κλαίει
Ένα δάκρυ απ' τα μάτια μου κύλησε
Μα το κορμί μου ποτέ δε σου μήλησε..
Είμαι μόνος
Ανήμπορος
Χόντρος Με ελιές
Δίχως έμπνευση
Δίχως κέφια
Δίχως νηφαλιότητα
Και τόσο άδοξα
Προσμένω
Και απαιτώ
Σωτηρία
Και
Λύτρωση
Μουτζουρώνω λίγο ακόμα
Το κλάμα μιας αγελάδας
πλατσουρίζω λίγο ακόμα
Στον τόπο που πάντοτε αγαπούσα
Τον δάσκαλο μου περιμένω
χρόνια τώρα πολλά.
Οι αγέρες φυσούνε έξω
και ο χειμώνας μπήκε
πάλι, για τα καλά.
Αυτός ποτέ δεν φάνηκε,
στου κατωφλιού την πόρτα.
Τον δάσκαλο μου ονειρεύομαι,
τα βράδια με τα αστέρια.
Θαρρώ πως είναι ψηλός με
καμάρι μεγάλο.
Φυσάει και αυτός σαν τους
αγέρες του άσπλαχνου χειμώνα.
Τον βλέπω λιγομίλητο
με ένα χαμόγελο γλυκό
σαν καταρράκτης,
να χύνεται στα μάτια μου.
Να μου μαθαίνει γράμματα
με’ στον κακό χειμώνα.
Οι λόγοι του χρυσάφια ξεχασμένα
πειρατών και η χρεία του
η βαριά, σαν άγκυρα θα βουλιάζει
στην ψυχή μου.
Θα σκύβει από πάνω μου
με βλέμμα ματωμένο και
το όνειρο μου θα βαστά
μέσα στο ίδιο τραίνο.
Τον δάσκαλο που στα σχολιά μου
δεν τον βρήκα και που στον άνεμο
βολτάρει, αυτόν τα βράδια νοσταλγώ
με το όμορφο φεγγάρι.
Γκρίζες μορφές και
γερασμένα πανηγύρια
κύκλωσαν την πόλη μας
Πετάξαμε τα κουρέλια μας
και σαλτάραμε στο αύριο
Ρωτήσαμε κανά δυο φορές ,
για πού βγάζει το βρώμικο σοκάκι.
Απάντηση δεν πήραμε ,
και έτσι οι ναοί μας γκρεμίζονταν
σαν καστράκια στην άμμο
που ταξιδιάρικες ψυχές χτίσανε
Την πόλη που τόσο νοσταλγάμε
Γίνηκε κομμάτια και θρύμματα
Σαν τα μπουκάλια μας
Σήμερα αισθάνομαι καλά
Με ώριμη σκέψη
Και καθαρό μυαλό
Έτοιμο να σκοτώσει τα παιδιά του
Σήμερα αισθάνομαι καλά
Αισθάνομαι γενναίος στρατιώτης
Και απρόβλεπτος εραστής
Έτοιμος να μασήσω τα έντερα μου
Σήμερα αισθάνομαι καλά
Με ανεμικά μαλλιά
Και ένα όμορφε κολιέ
Έτοιμο να πνίξει τον πόνο
Που πάει να ξεπηδήσει
Από το δέρμα μου
Σήμερα αισθάνομαι καλά
Αισθάνομαι κατεδαφισμένος τοίχος
Και κινούμενη άμμος
Έτοιμος να ρουφήξω στα σπλάχνα μου
Τον ψεύτη χαφιέ της ψυχής μου
Σήμερα αισθάνομαι καλά
Αισθάνομαι ανανεωμένος
Και έτοιμος
Για την γέννηση
Του θανάτου μου
Ελευθερία, μα που είναι οι φίλοι μου
Ελευθερία, μα που είναι ο οίκος μου
Ελευθερία, μα που είναι οι άνθρωποι
Που αγαπώ...
Ελευθερία, τα φεγγοβόλα ζώα ‘γιναν
Αυτόχειρες σε τούτο το παραλογισμένο
Βούνο...
Σκιές ήταν και χάθηκαν, σαν ζουμπούλια
Χάρτινα μέσα σε νύχτες χειμωνιάτικες...
…μες το μοναχικό, τσιμεντένιο, κονσερβοκούτι σου
τα τετραγώνικα ειναί μονάδα μέτρησης που δεν
αγγίζει τη ζώη σου.
Χωρίς μπαλκόνια η τρέλα φωλιάζει στις ακάλυπτες
Ψυχές μας, κι εκεί που λές θα αλλάξω αυτό το άρρωστο
κατεστημένο, ο δάσκαλος με μια βέργα στο ζερβί σου
λέει ότι είσαι εγκλωβισμένος.
Κι ο ψυχολόγος, ο ψυχολόγος είναι λιγάκι αλλοπαρμένος,
οι εφιάλτες των απρόσωπων κοιμισμένων φωνών του
γίνανε συνήθεια, κι αυτή η τρέλα η γενική θα γεμίσει
όλον τον ντουνιά φρενοκομεία, γιατί αυτό σχεδιάζει
και πόθει η πλούσια κυρία.
Βγαίνεις στους δρόμους σαν χωροταξικά χαμένος,
Μες το άπενταρο συναισθημάτων κλουβί σου η
κάνναβη φαίνεται τόσο, μα τόσον ερώτικη στην
αδικοχαμένη υπαρξή σου.
Και στην οδό Αθηνάς, την Αθηνάς..ο συνωστισμός
δεν ψυλαφίζει τα αποθαμένα περιστέρια..
αυτά που κάποτε γέλαγαν, τραγουδούσαν, μα τώρα
στέκονται παράλυτα, φοβισμένα, εθισμένα σε αυτό
που κάποιος αντιδημοκρατικός ονόμασε εξουσία.
Δεν έχει κλίση μήτε αρίθμο, έχει μονάχα ένα εγώ...
Παρά ένα τραγούδι του Λεονάρντ Κοέν κι ίσως
λίγο πιο πέρα από μια αλκοολική αλλήγορια του
Κέρτ Κομπαίν...
Κάπου εκεί στα πέταλα της τόσης δα, λιλιπούτιας
ανεμώνας, ξεδιπλώνεται μια εγωπαθής αντωνυμία
εγώ....
Για τον καθρέφτη που όταν το κοίτω τον αγαπώ
Δεν είναι θρησκεία, μήτε κραυγή ιδεολογίας...
είναι κρησφύγετο της ανθρώπινης μελαγχολίας
εγώ για πάντα εγώ....